ωχρότητα

ωχρότητα
η / ὠχρότης, -ητος, ΝΜΑ [ὠχρός]
η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.)
νεοελλ.
αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωχρότητα — η η ιδιότητα του ωχρού, η χλομάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠχρότητα — ὠχρότης pallor fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блѣдость — БЛѢДОСТ|Ь (4*), И с. Бледность: ѡ(т) въздержань˫а блѣдостию свѣтѩщесѩ. (ὠχρότητα) ПНЧ XIV, 194б; ˫ако же се гл҃ю. блѣдость и очесъ. и похода обычаи. (ὠχρότητα) ГБ XIV, 176а; пь˫аньство бо есть вражда (к) б҃у. постъ же примирение б҃у и пока˫ание… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαναιμία — η, Ν 1. ιατρ. ωχρότητα χωρίς αναιμία 2. φρ. «αγγειοσπαστική ψευδαναιμία» ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ωχρότητα λόγω σπασμού τών αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pseudoanemia (< ψευδ(ο) * + αναιμία)] …   Dictionary of Greek

  • блѣдъ — (7*) пр. Бледный, желтоватый: лице||мь же бледъмь. и главою же плѣшивъ. (ὠχρός) ЖФСт XII, 153 153 об.; Зеленъ же [Константин] наре(ч)нъ лица ѥго ра(д) блѣда. (διὰ τὴν ὠχρότητα) ГА XIII XIV, 202г; и видѣша ѥдиного [старца] ѥю бледа. и оумилѣна… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αχνάδα — (I) η 1. ατμός υγρού που βράζει 2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του 3. ομίχλη 4. καπνός 5. ασθενέστατος ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός]. (II) η 1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού») 2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”